- πυροπεμψίφλογος
- πῠροπεμψίφλογος, ον,A sending flames of fire, PMag.Par.1.1362.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυροπεμψίφλογος — ον, Α αυτός που εκπέμπει φλόγες φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί ανώμαλο σχηματισμό αντί τού αναμενόμενου *πεμψι πυρό φλογος και παράγεται < θ. πυρο τής λ. πῦρ + θ. πεμψι τού πέμπω (κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος) + φλογος (< φλόξ,… … Dictionary of Greek
πυροπεμψιφλόγους — πυροπεμψίφλογος sending flames of fire masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)